Με την αγαπημένη κυρά Μαρία, μετά 48 χρόνια.... |
ΕΝΑ
ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ
«Το θαύμα της Πλατανόβρυσης» ή
«Πως
μια δυσμενής συγκυρία μπορεί να μετατραπεί σε ευμενέστατη εμπειρία ζωής»!...
Αντί
προλόγου.
ΕΚ
ΚΑΡΔΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ….
Αυτό
που θα διαβάσετε παρακάτω αφορά προσωπικά εμένα και ένα ορεινό (ημιορεινό θα
έλεγα με τα μέτρα της Δίβρης) χωριό της Μεσσηνίας στο οποίο υπηρέτησα την
υποχρεωτική (τότε) θητεία μου ως αγροτικός γιατρός το έτος 1969…
Το
μικρό, παραμελημένο χωριό λέγεται Πλατανόβρυση (με το παλιό όνομα Μπολένα)
βρίσκεται στο κέντρο της ορεινής Μεσσηνίας δίπλα στο άλλοτε κεφαλοχώρι Αριστομένης
και απέχει περίπου 40 χιλιόμετρα από την Καλαμάτα. Πριν από πενήντα περίπου χρόνια
είχε περίπου 100-150 κατοίκους κυρίως αγρότες (σταφίδα, σύκα και ελιές από τις οποίες
έβγαζαν μάλιστα το καλλίτερο λάδι της περιοχής)
πολύ φτωχούς ανθρώπους του μόχθου, οι περισσότεροι μετανάστες που μόλις είχαν
γυρίσει από τις φάμπρικες της Γερμανίας και προσπαθούσαν να ζήσουν από την
καλλιέργεια των χωραφιών τους… Το χωριό είχε παπά (τον λεβέντη παπαΘανάση
Γκότση), είχε δάσκαλο (τον Λυμπερόπουλο), είχε πρόεδρο Κοινότητας (τον
διορισμένο από την Χούντα «Μαρινάκο»).
Βεβαίως,
σε καμιά περίπτωση δεν εδικαιούτο η Πλατανόβρυση να έχει Αγροτικό Ιατρείο
καθόσον στα πέντε χιλιόμετρα στον Αριστομένη, ήταν το Αγροτικό Ιατρείο όπου
ήταν ο παλιός γιατρός και ευγενέστατος Δημητρούλιας. Πλην η Χούντα αλλέως πως,
σκεφτόταν και ενεργούσε… Στο ιδιαίτερο
Γραφείο του τότε Υπουργού Υγείας της Δικτατορίας Γιάννη Λαδά, υπηρετούσε την
θητεία του ο γιος του χουντικού Προέδρου της Κοινότητας «Μαρινάκου» και θεώρησαν
σκόπιμο να κάνουν και ένα ακόμη Αγροτικό Ιατρείο-δώρο, στο χωριό του την Πλατανόβρυση
Μεσσηνίας!!... Εκεί έπρεπε να πάει ένας γιατρός για να περιθάλπει («ιδιαιτέρως»)
τους λιγοστούς κατοίκους της Μπολένας των γύρω μικρών χωριών Πεδεμένου,
Αλικοντούζι, Άνω και Κάτω Βούταινας, Μάκραινας, το κάπως μεγάλο Χαλβάτσου ή
Κεφαλόβρυσο και την μακρινή μικρή Κουλουκάδα. Και βρήκαν εμένα που είχα ένα «καλό
βιογραφικό» από το σπουδαστικό της Ασφάλειας του Καραπαναγιώτη (για τους νεανικούς
αγώνες, καθότι ολίγον ζωηρός φοιτητής –«114, 15% στην παιδεία και όχι προίκα
στην Σοφία» και άλλα τέτοια ενοχλητικά- ) και όχι αρεστός στις καθωσπρέπει συνήθειες
της τότε προ Χούντας Δημοκρατίας μας, την 10ετία του 1960…
Πήρα
λοιπόν το χαρτί του διορισμού να πάω στην Πλατανόβρυση Μεσσηνίας. Ψάχνω στο
χάρτη και είδα «Πλατανόβρυση» μεταξύ Καλαμάτας και Πύλου και είπα καλά θα είναι…
Μαζεύω τα μπογαλάκια μου (κουβερτούλες, απλαδάκια και λοιπά) φτιάχνω δυο δέματα
και με το τρένο μέσω Τρίπολης-Αχλαδόκαμπου-Παραδεισίων και μετά 7 οδυνηρές (για
μένα) ώρες ταλαιπωρίας, φτάνω στη Καλαμάτα και αμέσως στην Νομιατριακή Υπηρεσία
Καλαμάτας. Εκεί βρίσκω τον Νομίατρο Τσίλη (ένα γλυκύτατο συνάδελφο, μεγάλο στη
ηλικία) που μου είπε, κοιτάζοντάς με με περιέργεια ότι κάνω λάθος, η Πλατανόβρυση δεν είναι αυτή της
Πυλίας, αλλά η άλλη που την λένε Μπολένα
πάνω στα ορεινά της Μεσσηνίας… και τότε
ήρθε το πρώτο απίθανο. Ο Γραμματέας της Νομιατρικής Υπηρεσίας και οι υπάλληλοι
, όλοι μαζί με ένα στόμα μου είπαν:
-«Που
πάς άνθρωπέ μου, εκεί τη λένε μικρή Μόσχα (σ.σ. εννοώντας ότι οι κάτοικοι είναι
κομουνιστές!..) θα σε ταράξουν στις αναφορές, δεν θα σε αφήσουν σε χλωρό κλαρί».
Και μόνο ο Νομίατρος ήταν κάπως συγκαταβατικός…
Τι
να κάνω κι εγώ, παίρνω το μικρό λεωφορείο
της γραμμής (της συμφοράς) και μετά από
κανα δυο ώρες χωματόδρομο με στροφές έφτασα το απογευματάκι στο χωριό. Εκεί
κατεβαίνοντας από το λεωφορείο με υποδέχτηκαν ο «κουτσός» ο Λαμπράκης (ο
καφετζής και μπακάλης και καταργημένος από τη Χούντα πρώην Πρόεδρος), ο αειθαλής
παπαΘανάσης, ο διορισμένος πρόεδρος ο «Μαρινάκος» και άλλοι πολλοί που με κοίταζαν
οι άνθρωποι σαν να ερχόμουνα από την Άρη…. Πράγματι με καλοδέχτηκαν, αλλά τι να
δώ. Στο καφενείο υπήρχε ένας πάγκος,
κάτι σπασμένες καρέκλες και πεζούλια. Τα γύρω σπίτια κάποια δίπατα αλλά σχεδόν
ερείπια, τα περισσότερα χαμοκέλες και φτωχικά σπιτάκια…
Μετά
τα τυπικά μου είπαν, όταν τους ρώτησα που είναι το Ιατρείο και που μπορώ να
μείνω, όλοι μαζί είπαν «Γιατρέ, απόψε θα
μείνεις στο σπίτι του παπά, που είναι το καλλίτερο και αύριο βλέπουμε…». Ο παπα-Θανάσης
Γκότσης και η πρόθυμη και φιλόξενη παπαδιά με περιποιήθηκαν όπως έπρεπε, αλλά το
δίπατο σπίτι τους μέσα ήταν με πεσμένους τους σοβάδεςς και είπα στον εαυτό μου «αφού
αυτό είναι το καλλίτερο σπίτι του χωριού, σκέψου τι είναι τα άλλα»!!!... Και
μονολογώ, τι γυρεύω εγώ εδώ…, και δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα.
Την
άλλη μέρα, βράζοντας από αγανάκτηση και θυμό για τον «τόπο εξορίας» που με έστειλαν,
για να με τιμωρήσουν (έτσι αισθανόμουν τότε), αφού είδα το μικρό δωμάτιο του
Κυρ Πέτρου Φλαούνα, ως ιατρείου όπου είχαν φέρει κάποιο στοιχειώδη ιατρικό εξοπλισμό,
παίρνω σε μια βαλίτσα λίγα από τα
υπάρχοντά μου και με το λεωφορείο πάλι στην Καλαμάτα και στον Νομίατρο Τσίλη
και προς έκπληξή του, του έδωσα την παραίτηση μου και την άρνησή μου να
υπηρετήσω εκεί που με ξαπόστειλαν (σκεφτείτε αντίδραση και …μυαλό που
κουβαλούσα την εποχή «που όλα τάσκιαζε η φοβέρα»!!)… αφού μου είπε λόγια
παρηγοριάς, μου είπε ότι η παραίτησε θα έχει συνέπειες…
Έφυγα
με το βραδυκίνητο τρένο για Αθήνα, με την απόφαση να πάω να ζητήσω να με
στείλουν κάπου αλλού (είχα ζητήσει οποιοδήποτε ιατρείο Ηλείας-Αρκαδίας-Αχαΐας,
ώστε να είμαι κοντά στη Δίβρη στους γονείς μου και κυρίως στην άρρωστη μάνα μου…)
και αν δεν με μεταθέσουν σκεφτόμουν να φύγω στην Αγγλία ή Γερμανία, όπως έκαναν
πολλοί συμφοιτητές μου ομοιοπαθείς με μένα, μόνο εγώ που δεν ήξερα ξένη γλώσσα
(ανεπίδεκτος μαθήσεως)…. Δεν πρόλαβα να μπώ στο σπίτι που έμενα στην Αθήνα και βρήκα από
κάτω στην πόρτα το «ραβασάκι» από τον Υπουργό Λαδά που έγραφε: «Κατόπιν αρνήσεώς σας να ασκήσετε Υπηρεσία
υπαίθρου στην Πλατανόβρυση Μεσσηνίας, σας
αφαιρούμε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος» (!!!). Μου ήρθε ταμπλάς, καθόσον
πλέον ούτε ως νοσοκόμος ή τραυματιοφορέας θα μπορούσα να δουλέψω, ακόμη και σε
ιδιωτική Κλινική…..
Αφού
πέρασα, τις πλέον δύσκολες στιγμές της ζωής μου, την ανάγκην φιλοτιμίαν
ποιούμενος πήγα στο Υπουργείο, με την ουρά κάτω από τα σκέλη και τους είπα ότι
ξαναπάω στην Πλατανόβρυση να υπηρετήσω (την Ιατρική και την πατρίδα…).
Έτσι
γύρισα, πάλι με το «ασθμαίνον» τρένο από τον Αχλαδόκαμπο, αφού πήρα τις διαβεβαιώσεις
και την εκτίμηση από τον εκλεκτό Νομίατρο Τσίλη για κάθε διευκόλυνση κατέφθασα
στην Πλατανόβρυση, όπου οι κάτοικοι ήδη είχαν πληροφορηθεί τα καθέκαστα. Εκεί
βρήκα το λιμάνι της αγάπης, της στοργής στο σπιτικό του κυρ Πέτρου Φλαούνα και της
γυναικας του κυρά Μαρίας… Και όχι μόνο ξεπέρασα τον υποχρεωτικό ετήσιο χρόνο
θητείας μου και έκατσα ενάμισυ χρόνο, όχι μόνο με αγάπησαν (και τους αγάπησα)
οι Πλατανοβρυσιώτες και τα γύρω χωριά, όχι μόνο δεν μου έκαναν αναφορές ή παράπονα,
αλλά όταν έφυγα έκλαιγα σαν μικρό παιδί και
μαζί έκλαιγαν βουβά όλοι εκείνοι οι υπέροχοι άνθρωποι που με αγκάλιασαν και με
ξεπροβόδησαν….
Θα
μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο με συγκλονιστικές λεπτομέρειες και
περιστατικά, αλλά προτιμώ να σας παραπέμψω σε αυτά τα λίγα και σημαντικά που
έγραψε η γυναίκα μου Μαρία και παραθέτω στη συνέχεια, όπως εκείνη τα έζησε με
την πρόσφατη επίσκεψή μας 24 Ιουνίου 2017 (48 χρόνια από τότε) σε μια
εκπληκτική ημέρα επίσκεψης που μένει βαθιά χαραγμένη στο νου και την καρδιά μου…
Πριν
δώσω το λόγο στη Μαρία, θέλω να πώ μόνο δυο
πράγματα:
Το
ΠΡΩΤΟ, ότι το «δόγμα» της ασήμαντης
ζωής μου είναι η κοινωνική προσφορά και δράση (όπως εγώ την εννοώ) και θα πω
μόνο ένα περιστατικό αυτής της «πετριάς που έχω φάει στη κεφάλι»… Και πιστεύω
ότι όλοι δημόσιοι λειτουργοί (γιατροί, δάσκαλοι, καθηγητές κλπ υπάλληλοι) όπου υπηρετούν
θα πρέπει να συμμετέχουν στα κοινά και να βοηθούν για την πρόοδο των χωριών που
μένουν και όχι να είναι αδιάφοροι ή «ιπτάμενοι».. Η Πλατανόβρυση δεν είχε νερό
στα σπίτια και ταλαιπωρούνταν να παιρνουν νερό από την μια και μοναδική βρύση
που υπήρχε… Λοιπόν ξεσήκωσα, με πρωταγωνιστή τον σπιτονοικοκύρη μου κυρ Πέτρο,
τον παπα-Θανάση και άλλους και ψάχναμε να βρούμε νερό ψηλά σκάβοντας πάνω από
το χωριό. Όμως αποτύχαμε παταγωδώς… Και τότε σκέφτηκα εγώ να ζητήσει όλο το
χωριό να φέρουν νερό από ένα χωριό με πολλά νερά, το Παλαιό Λουτρό ή
Αλικοντούζι. Έκανα τότε μυστική σύσκεψη με τον Πέτρο και τον παπά, μαζέψαμε
υπογραφές και «συνωμοτικά» (επί Χούντας, καταλαβαίνετε….) ετοιμάσαμε στα κρυφά μαύρες
σημαίες και ετοιμαζόμαστε να πάμε αιφνιδιαστικά στην Νομαρχία Καλαμάτας να
καταθέσουμε τις υπογραφές με το αίτημά μας… Η Αστυνομία Αριστομένους το
πληροφορήθηκε και ο εξαίρετος άνθρωπος χωροφύλακας Μανώλης Αδριανάκης με πήρε
τηλέφωνο και μου είπε «γιατρέ, προς θεού μη ξεκινήσετε σαν την έχουν στημένη με
τα όπλα στα Διόδια (ενδιάμεσο χωριό) για να σας συλλάβουν» (!!!). Ματαιώσαμε όπως
ήταν φυσικό την …ηρωική κάθοδο, αλλά αυτή η κίνηση ήταν η αιτία να πάρει πόσιμο νερό το
χωριό από το Παλαιό Λουτρό (Αλικοντούζι).
Ο σπόρος της …«επανάστασης» έπιασε και αργότερα (είχα φύγει εγώ) πήραν άφθονο
νερό στα σπίτια τους.
Το
ΔΕΥΤΕΡΟ που έχω να πω, είναι το
παρόν αφήγημα (και αυτό της Μαρίας) το αφιερώνουμε σε δυο ανθρώπους που
σημάδεψαν την ζωή μου, στον
αείμνηστο κυρ Πέτρο Φλαούνα και την 91χρονη κυρα Μαρία Φλαούνα, (αλλά και
στα τρία εκλεκτά παιδιά τους Κατίνα, Παντελή και Παναγιώτη), που στάθηκαν στοργικοί
συμπαραστάτες και αρωγοί σε μια πολύ δύσκολη
στιγμή που τελικά μετατράπηκε σε σταθμό δημιουργίας και απαντοχής….
Και
τώρα, απολαύστε την διήγηση της εξ αγχιστείας Διβριωτισσας Μαρίας
Αρβανίτη-Σωτηροπουλου (που με απάλλαξε από την ίσως
προκατειλημμένη δική μου αφήγηση)
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο χωριό δεν λεγόταν ποτέ Μπολένα αλλά Πολένα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκεί γεννήθηκα