Το Λεύκωμα
(μαθητική ομολογία ... "έρωτα" στον Αλέκο Παναγούλη)
“Καληνύχτα Κεμάλ. Ο κόσμος δε θ' αλλάξει ποτέ”
Μάνος Χατζηδάκης καταλήγοντας την μουσική επένδυση του ΚΕΜΑΛ σε στίχους του Nίκου Γκάτσου
Tης Μαρίας Αρβανίτη - Σωτηροπούλου*
Η καθηγήτρια μούπιασε το σχολικό μου Λεύκωμα.
-Δε ντρέπεστε να χαζολογάτε την ώρα του μαθήματος ηλίθιες; μας φώναξε.
Το ξεφύλλισε οργισμένα και το μάτι της έπεσε αμέσως σε αυτά που την αφορούσαν.
-Ώστε έτσι, ξεφώνισε κατακόκκινη. Δε σέβεστε τους καθηγητές σας που θυσιάζονται για σας, ζώα, για να σας κάνουν ανθρώπους, παλιοτόμαρα.
Τώρα έτρεμε από το κακό της.
-Έλα αμέσως μαζί, μου φώναξε. Κι εσύ κι η άλλη.
Πήρα τη Νταίζη από το χέρι, συνεργό στο έγκλημα και την ακολουθήσαμε στο γραφείο της γυμνασιαρχίνας.
-Ωχ, σκέφθηκα αμέσως. Τώρα θα δει πως τη λέμε “μικρή Λουλού”! Μα ας μη χτενιζόταν έτσι αστεία να μη της έμοιαζε.
Άθελά μου μου ξέφυγε ένα νευρικό γελάκι.
-Γιατί γελάς; με ρώτησε παίζοντας στα μικροσκοπικά παχουλά χεράκια της το ωραίο μου Λεύκωμα.
Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη μου και η Νταίζη άρχισε να κλαίει φωναχτά. Δεν πιστεύω πως τόθελε να κλάψει. 'Οταν έχει κάτι στ' αλήθεια ποτέ δεν κλαίει φωναχτά.
Η “μικρή Λουλού” μας έψαλε με ύφος πονεμένο για την κατάντια μας.
-Δεν πρέπει την ώρα του μαθήματος, σεις, που φαίνεστε καλά παιδιά ....
Άθελά μου σκέφθηκα πως και κείνη στα νιάτα της τα ίδια θάκανε. Από κει και πέρα δεν άκουσα τίποτε άλλο. Είχα χαμηλωμένο το κεφάλι κι έβλεπα τα πόδια της τόσο κοντά, τόσο μικρά, με τέτοια ποντίκια, σα ποδοσφαιριστή. Θάπρεπε να φορά κάπου κάπου παντελόνι, σκέφθηκα.
-Αυτό το κατασκεύασμα, είπε κουνώντας απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας το Λεύκωμά μου, θα το δώσω μόνο στον κηδεμόνα σου.
Η μέχρι τότε ευθυμία μου αμέσως υποχώρησε η δειλή.
-Καλά ξεμπλέξαμε δίχως αποβολή, είπε η Νταίζη. Μόλις βγήκαμε το κλάμα της κόπηκε μαχαίρι. Αυτή η “μικρή Λουλού” είναι απελπισία με τις φιλοσοφίες της!
-Ναι, αλλά πώς της το παίρνουν πίσω; είπα με μια ξαφνική αγωνία.
-Δε βαριέσαι καημένη, είπε αυτή. Παράτα το. Τι θα κάνει; Στο τέλος θα βαρεθεί και θα στο δώσει πίσω.
Η σκέψη πως η μικρή Λουλού ή η μαμά θα διάβαζαν το Λεύκωμά μου μούφερνε αναγούλα. Το είχα μόλις ένα μήνα κι όμως το είχα αγαπήσει σαν Ημερολόγιο. Εκτός από τις πρώτες σελίδες πούταν γεμάτες με τις συνηθισμένες αρλούμπες -Τι είναι γυνή; Τι ανήρ; Τι γάμος; Τι έρωτας; - είχε πλημμυρίσει από χτύπους της καρδιάς μου, άλλοτε ήρεμους και συγκρατημένους και άλλοτε αχαλίνωτους.
-Καλά θα κάνει να διαβάσει για τους καθηγητές της, είπε η Νταίζη φωναχτά.
-Μπα δε βαριέσαι! Μήπως δεν ξέρει τι κουμάσια είναι όλοι τους! Κι έπειτα πώς ξέρεις τι θάκανε κι αυτή στη θέση της Τσιμπίδας;
Η Τσιμπίδα ήταν η φιλόλογός μας και είχε αποκτήσει το ψευδώνυμό της χάρη στη αγαπημένη της φράση “Θα σε πιάσει η τσιμπίδα του Ιουλίου” που ήταν η ασπίδα κι η απειλή της τις πιο πολλές φορές, που μας έπιανε να χαζεύουμε στο μάθημά της.
Είχε γίνει κείνη τη φοβερή μέρα σεισμός και όλες τσιρίζαμε τρομαγμένες και όρθιες στα θρανία μας. Προσμέναμε μια προσταγή, μιαν ενθάρρυνση.
-Ζώα, μη πανικοβάλλεστε, μας φώναξε καθώς έτρεχε στην έξοδο.
Ήταν κι αυτό γραμμένο ανάμεσα στα στιγμιότυπα της σχολικής ζωής που μ' εντυπωσίαζαν.
Δεν είμαι κακή μαθήτρια και στο βάθος τ' αγαπώ το σχολείο. Κάθε φθινόπωρο ανυπομονώ να γυρίσω κοντά του κι όμως αισθάνομαι, ώρες -ώρες, άσχημα σαν πρέπει να πω πράματα που δεν πιστεύω, σαν πρέπει να υποκριθώ, μόνο για να ζω υποφερτά στην κοινωνία του. Άραγε ο έξω κόσμος θάναι καλύτερος; Θα τον φτιάξουμε καλύτερο;
Κι έπειτα ήλθε η δολοφονία του Παναγούλη. Πόσο με συγκλόνισε! Η μάνα μου στα νιάτα της ήταν ερωτευμένη με τον Ντην Μάρτιν. Εγώ πόνεσα για τον Παναγούλη σα νάταν ο αγαπημένος μου.
Κόλλησα στο Λεύκωμα φωτογραφίες, που τις έκοβα απ' τις εφημερίδες και τα περιοδικά, σχεδιαγράμματα του “τροχαίου”, στίχους δικούς του, στίχους γραμμένους γιαυτόν. Πόσο θάθελα να του μοιάσω! Πόσο θάθελα να σταθώ κάποτε ατρόμητη ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση των ανθρώπων!
Την άλλη κιόλας μέρα με ξανακάλεσαν στο γραφείο, δίχως τη Νταίζη τούτη τη φορά. Η “μικρή Λουλού” με κοίταξε αυστηρά.
-Διάβασα το Λεύκωμά σου, μου είπε. (Με ποιο δικαίωμα; σκέφθηκα)
Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής.
-Γράφεις πολύ καλά, φαίνεσαι σπάνιο παιδί και τα ποιήματά σου!! είναι πολύ καλά. (Ω Θεέ μου, πού ζει αυτή η γυναίκα! Σκέφθηκα. Δεν ακούει ραδιόφωνο;)
Όμως, μου είπε μετά ενός λεπτού σιγή, ποιός είναι ο Αλέξανδρος σου;
Χαμήλωσα το κεφάλι.
-Φυσικά, σκέφθηκα. Άλλο Αλέξανδρος κι άλλο Αλέκος Παναγούλης. Δε φθάνει το μυαλό της ως την απλή σκέψη. Τα πάντα είναι πονηρά.
-Δεν απαντάς; μου φώναξε απειλητικά.
Δεν απάντησα. Ήταν μια ομολογία έρωτα αληθινή. Έπρεπε κι εγώ κάτι να προσφέρω στην υπόθεση Παναγούλης. Έπρεπε να πάρω κάτι από τον ηρωισμό του.
-Πολύ καλά, ξανάπε με οργή. Νάρθεις αύριο με τον κηδεμόνα σου.
*Από συλλογή διηγημάτων του βιβλίου της “Ιστορία δίχως όνομα” Αθήνα 1976
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου